κατανάλωσα

κατανάλωσα
κατανά̱λωσα , καταναλίσκω
use up
aor ind act 1st sg (doric aeolic)
κατανά̱λωσα , καταναλίσκω
use up
aor ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταναλώνω — κατανάλωσα, καταναλώθηκα, καταναλωμένος, καταξοδεύω, καταδαπανώ: Κατανάλωσα πολλά χρήματα και πολύ χρόνο γι αυτή τη δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταναλώνω — καταναλώνω, κατανάλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”